- καμαρεύω
- καμαρεύω (Α) [καμάρα](κατά τον Ησύχ.)1. «σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω»2. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ.) καμαρεύουσα«φιλοπονοῦσα, πορίζουσα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός … Dictionary of Greek